Η πιο πικρή και μεγάλη αλήθεια είναι ότι ζούμε μια έντονα ασφυκτική εποχή! Το γλάσο της επίπλαστης ευημερίας τελείωσε άδοξα και η οικονομική κρίση έφερε βαρειές συνέπειες για όλους μας. Διέρρηξε τον κοινωνικό ιστό, ανέδειξε την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, περιόρισε την αξιοπιστία της πολιτικής και επηρέασε δραματικά το βιοτικό επίπεδο τις συνήθειες και τις συμπεριφορές όλων μας. Στα σπίτια, στις οικογένειες, στην καθημερινότητά μας όλοι αντιμετωπίζουμε σοβαρές δυσκολίες. Όλοι μας νιώθουμε έντονη πίεση.
Σ’ αυτό, το ασφυκτικό περιβάλλον, προστέθηκε και μια δραματική έξαρση της βίας. Το αποτέλεσμα, ποιο είναι;
Απειλούνται οι οικονομικές δραστηριότητες, τα ατομικά δικαιώματα, και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Απειλείται η σταθερότητα, η πολιτική ομαλότητα και η ίδια η Δημοκρατία. Τα τελευταία γεγονότα, με δράστη τη Χρυσή Αυγή, απέδειξαν ότι μια σειρά εγκλήματα του Κοινού Ποινικού Δικαίου διαπράττονται με πολιτική υποκίνηση, πολιτική σκοπιμότητα και πολιτική πρόφαση. Απέδειξαν ότι είμαστε αντιμέτωποι με ένα διαρκές έγκλημα, που διογκώνεται και κάνει μετάσταση.
Μην κάνουμε, όμως, λάθος! Όλα αυτά είναι εγκλήματα του Κοινού Ποινικού Δικαίου. Η βία δεν είναι άσκηση πολιτικής. Και η πολιτική δεν μπορεί να επιστρατεύεται σαν πρόσχημα για την άσκηση βίας. Η αλήθεια είναι ότι στη μεταπολιτευτική περίοδο υπήρξαν πολλά προηγούμενα βίας, με πολιτική πρόφαση. Όχι, όμως, στην ίδια ένταση και την ίδια έκταση. Από το 1974 έως σήμερα, η χώρα μας αντιμετώπισε πολλές φορές, πολλά και πολύ σοβαρά φαινόμενα βίας, με ιδεολογικά προσχήματα, πολιτικούς στόχους και πολιτικές επιδιώξεις. Στην αρχή ήταν η 17 Νοέμβρη και μια σειρά τρομοκρατικές οργανώσεις που ξεπηδούσαν η μια μετά την άλλη. Ήταν, κατόπιν, τα φαινόμενα αναρχικών, αντιεξουσιαστών και κουκουλοφόρων. Ήταν, ύστερα, τα Δεκεμβριανά του 2008. Ήταν, στη συνέχεια, ο εμπρησμός της Μαρφίν και η αφαίρεση τριών ζωών. Εδώ και χρόνια, υπάρχει και η δράση της Χρυσής Αυγής, που έφτασε ακόμη και σε δολοφονίες αλλοδαπών και Ελλήνων συμπολιτών μας.
Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, οι δράστες επικαλούνταν ιδεολογικά προσχήματα και αιτιάσεις. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, οι τρομοκρατικές και συμμορίτικες οργανώσεις, συνδέονταν με το κοινό έγκλημα. Τα είδαμε όλα αυτά πολλές φορές: Ληστείες τραπεζών, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου. Τα είδαμε στις διακηρύξεις των τρομοκρατών, αλλά και στους ναζιστικούς χαιρετισμούς, τους τραμπουκισμούς και τις ύβρεις μέσα και έξω από τη Βουλή. Από εκεί άρχισαν πολλοί ορισμοί και διάφορες θεωρίες.
Για μας, η βία είναι μία. Είναι κάθε δράση που δεν θέλει ελεύθερους ανθρώπους. Κάθε δράση που δεν θέλει ελεύθερους θεσμούς. Κάθε δράση που συγκρούεται με τον Ποινικό Κώδικα, τη Δικαιοσύνη, τη νομιμότητα, την ομαλότητα. Βία είναι οι δράσεις αυτοδικίας, που πλήττουν ή απειλούν τη ζωή, αναιρούν την προσωπική ελευθερία. Είναι ακόμη η καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Είναι οι δράσεις που υπονομεύουν τις δυνατότητες ανάπτυξης και ευημερίας της κοινωνίας. Η βία εκφράζει μίσος και ταυτόχρονα καλλιεργεί το μίσος. Καταλύει την έννομη τάξη και ανοίγει δρόμους, πολιτικής ανωμαλίας και αποσταθεροποίησης. Πλήττει την ίδια τη Δημοκρατία και την ενότητα του Λαού. Υπονομεύει τον κοινωνικό βίο, το παρόν και το μέλλον μας.
Δυστυχώς, για πολλά χρόνια, υπήρξαν ανεπάρκειες των Αρχών, αλλά και μια ανοχή – αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς – από το ίδιο το κράτος σε φέουδα ασυδοσίας. Υπήρξε ανοχή και αδράνεια του πολιτικού συστήματος που έφτανε στην ατιμωρησία. Υπήρξε έξαρση του λαϊκισμού που αποτέλεσε υπόβαθρο βίαιων αντιδράσεων. Υπήρξαν όμως και φαινόμενα ανοχής από την ίδια την κοινωνία. Υπήρξαν παγιωμένες αντιλήψεις που ευνοούσαν την εκκόλαψη της βίας.
Όπως για παράδειγμα η αντίληψη που μετέτρεπε το πανεπιστημιακό άσυλο σε άσυλο παρανομίας και εγκληματικότητας. Η αντίληψη που μετέτρεπε τα πανεπιστήμια σε παρασκευαστήρια μολότοφ, ορμητήρια επιδρομών και αποθήκες παραεμπορίου. Βγήκαμε μπροστά και δώσαμε λύσεις. Το ίδιο οφείλουμε απέναντι στο ευρύτερο φαινόμενο της βίας. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε κάθε ιδέα και πρόταση. Χρειάζεται να συμφωνήσουμε τουλάχιστον στα αυτονόητα. Χρειάζεται να συμμετέχουμε όλοι στην αντιμετώπισή της. Όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά. Διότι η αντιμετώπιση της βίας αφορά τη Δημοκρατία μας και τον αγώνα για την έξοδο από την κρίση. Αφορά τον καθένα μας, την οικογένειά μας, τη γειτονιά μας, τη δουλειά μας.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό πέρα από τις διαπιστώσεις να προχωρήσουμε σε ουσιαστικές προτάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Λέμε λοιπόν:
Πρόταση πρώτη:
Να χτίσουμε μια αλυσίδα προστασίας από τη βία.Εμείς έχουμε μια ξεκάθαρη και σταθερή φιλοσοφία. Καταδικάζουμε τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όποιον κι αν στοχεύει, όποιο πρόσχημα κι αν επικαλείται. Καταδικάζουμε τη βία χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Χωρίς ενδοιασμούς, ασάφειες και γκρίζες ζώνες. Όποιος κι αν είναι ο δράστης, όποιο κι αν είναι το θύμα. Προτείνουμε μια αλυσίδα προστασίας της Κοινωνίας, της ασφάλειάς μας, της οικονομικής δραστηριότητας και της Δημοκρατίας μας, από κάθε μορφή βίας. Αλυσίδα προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ανθρώπου, στην οποία να συμμετέχουμε όλοι οι πολίτες ως αναπόσπαστοι κρίκοι της.
Πρόταση δεύτερη:
Να βάλουμε τέλος στη θεωρία της “καλής” και “κακής” βίας. Η θεωρία αυτή, η θεωρία της “καλής” και “κακής” βίας, είναι ανιστόρητη, διχαστική, επικίνδυνη. Εκτρέφει τη βία και διχάζει την κοινωνία. Δεν υπάρχει βία καλή και κακή, βία δικαιολογημένη και αδικαιολόγητη, βία θεμιτή και βία αθέμιτη. Δεν νοείται, σε καμία περίπτωση, κανένας τέτοιος διαχωρισμός. Δεν δικαιολογούν την αυτοδικία ούτε ενδεχόμενες παραλείψεις, ούτε αποφάσεις της Πολιτείας, που σε κάποιους μπορεί να μην αρέσουν.Δεν μπορεί οι όποιοι μεμονωμένοι πολίτες, δεν μπορεί οι όποιες ομάδες, να επιστρατεύουν βία για να αποτρέψουν ή να ανατρέψουν αποφάσεις της Πολιτείας ή της Δικαιοσύνης. Κανένας μας δεν μπορεί να στρέφεται εναντίον φυσικών ή νομικών προσώπων, επειδή νομίζει πως τον αδίκησαν.
Δεν μπορεί να υπάρχει δικαιολόγηση της όποιας βιαιότητας με την πρόφαση ότι “αφού οι άλλοι μου έκαναν αυτό, δικαιούμαι κι εγώ να τους κάνω το άλλο”. Σημασία έχει να σταθούμε όλοι απέναντι στη βία, ανοιχτά και ξεκάθαρα και δίχως αμηχανία να την καταδικάσουμε.
Πρόταση τρίτη:
Εφαρμογή των νόμων προς κάθε κατεύθυνση από τους αρμόδιους θεσμούς, τις κρατικές Αρχές και τη Δικαιοσύνη. Είναι γεγονός ότι για πολλά χρόνια, γίνονταν ανεκτοί οι πυρήνες παραβατικότητας και τα στέκια ανομίας. Είναι γεγονός ότι υπήρχαν κενά αστυνόμευσης, που τροφοδοτούσαν την έξαρση της εξτρεμιστικής βίας. Όλα αυτά τελειώνουν. Οι Αρχές στέλνουν ξεκάθαρα μηνύματα, προς κάθε κατεύθυνση.
Οφείλουμε, λοιπόν, να συμφωνήσουμε ότι η βία δεν θα γίνεται ανεκτή σε καμιά περίπτωση. Ότι κανένας δεν μπορεί να οργανώνεται και να κινητοποιείται για να υποκαταστήσει τους θεσμούς, που δεν λειτουργούν κατά τη δική του αντίληψη. Ότι κανένας δεν μπορεί να δικάζει, να καταδικάζει και να αναλαμβάνει την τιμωρία κανενός. Δεν είμαστε και δεν μπορεί να γίνουμε όλοι εισαγγελείς και δικαστές. Όχι, λοιπόν, στην αυτοδικία. Όχι στη βία. Όχι στη μετατροπή της χώρας μας σε πεδίο αλληλοεξόντωσης.
Πρόταση τέταρτη:
Αποκατάσταση του κύρους και της αξιοπιστίας της πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα εμφάνισε συμπτώματα χρεοκοπίας και αναξιοπιστίας. Το πολιτικό σύστημα κατάντησε απαξιωμένο. Το πολιτικό σύστημα προκάλεσε τους πολίτες να σταθούν απέναντί του με τον τρόπο που νομίζουν ότι πονάει πιο πολύ.
Χρέος μας, λοιπόν, είναι να σηκώσουμε ψηλά το πολιτικό μας σύστημα. Να βάλουμε ξανά στο βάθρο τους, τους δημοκρατικούς θεσμούς. Να προχωρήσουμε σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για να καλύψουν τις αδυναμίες του παρελθόντος και τις ανάγκες του μέλλοντος. Να επενδύσουμε ο καθένας από την πλευρά του στη συνέπεια και την αξιοσύνη. Να τολμήσουμε αλλαγές που να αποκαθιστούν το κύρος των θεσμών και να θεμελιώνουν μια νέα σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική. Να θεμελιώνουν, αλλά και να πείθουν ότι υπάρχει και λειτουργεί ένα κράτος δικαίου. Η αίσθηση κράτους δικαίου είναι από μόνη της ανασταλτικός παράγοντας στην έκρηξη της βίας.
Πρόταση πέμπτη:
Μια νέα κουλτούρα σεβασμού στον άνθρωπό, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του. Αλλά και στην περιουσία και την οικονομική δραστηριότητά του. Και βέβαια στην περιουσία του Δημοσίου, που πληρώνεται από όλους και ανήκει σε όλους μας. Μια κουλτούρα που να ξεκινά από τα ίδια τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά μας. Αν στα μαθητικά μας χρόνια διδασκόμαστε καταλήψεις και καταστροφές χωρίς καμία συνέπεια, ποια θα είναι η συνέχεια; Αν στα φοιτητικά μας χρόνια χτίζουμε πόρτες και αιχμαλωτίζουμε καθηγητές, τι μπορεί να ακολουθήσει; Όποιες κι αν είναι πολιτικές διαφορές, όσο αντίθετες κι αν είναι οι όποιες αντιλήψεις μας, δεν είναι δυνατό να οδηγούν στο έγκλημα, το φόνο, την ένοπλη σύγκρουση.
Πρόταση έκτη:
Μια πολιτική κοινωνικής πρόληψης, με βασικό στόχο τη μείωση των δεικτών κοινωνικής παθογένειας. Κι αυτό σημαίνει…
-να ενταθούν οι προσπάθειες για να μειωθεί η ανεργία,
-να δοθούν περισσότερες ευκαιρίες στους νέους,
-να επαναπροσδιορισθούν οι στόχοι της νέας γενιάς,
-να ενσωματωθούν οι κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες,
-να βελτιωθεί το μορφωτικό επίπεδο,
-να στηριχθεί το κοινωνικό κράτος,
-να εμπεδωθεί η αξιοκρατία,
-να ενισχυθεί η διαφάνεια.
-Να στρατευτούμε, δηλαδή, όλοι, στη δημιουργία μιας ανοιχτής κοινωνίας συνοχής και αλληλεγγύης, που δίνει ευκαιρίες σε όλους.
Απέναντι στη βία, οι ευθύνες της Πολιτείας είναι τεράστιες. Το ίδιο και οι ευθύνες της πολιτικής. Το ίδιο, όμως, και οι ευθύνες του καθενός μας. Χρειάζεται λοιπόν – και πολλές φορές είναι το πιο δύσκολο – να συμφωνήσουμε στο αυτονόητο. Καμία προσπάθεια δεν πρόκειται να αποδώσει αν οι πολίτες δεν καταδικάσουμε τη βία και τη ρητορική της, στη συνείδηση και την πρακτική μας. Δεν θα ξεφύγουμε από τη βία αν οι πολίτες δεν απομονώσουμε τους κήρυκες της βίας και όσους δικαιολογούν τη χρήση της. Δεν θα έχουμε άμεσα αποτελέσματα αν οι πολίτες δεν απαιτήσουμε από την Πολιτεία την πλήρη εφαρμογή των Νόμων, για τη δραστική αντιμετώπιση κάθε κρούσματος βίας. Δεν θα τα καταφέρουμε αν δεν αλλάξουμε κουλτούρα.
Όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, έχουμε χρέος να απαιτούμε την τιμωρία όσων στρέφονται με βία, εναντίον της ασφάλειάς μας, εναντίον της ομαλότητας, εναντίον της ίδιας της Δημοκρατίας. Όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά να επενδύσουμε σε μια νέα κουλτούρα σεβασμού στον άνθρωπο, στη ζωή και την περιουσία του. Οφείλουν όμως και οι αρμόδιες Αρχές να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Οφείλουμε και οι πολιτικές δυνάμεις να ακούσουμε τους πολίτες και να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στα αιτήματά τους.
Αλλιώτικα δεν γίνεται.
* H εισήγηση μου στην εκδήλωση της Νέας Δημοκρατίας με τίτλο «Βία, πολίτες και θεσμοί» που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013 στην Παλαιά Βουλή.