Ανδρέας Παπαμιμίκος

Να μπει η ιδεολογία ξανά στις ζωές μας

Ένα χρόνο μετά την παρατεταμένη περυσινή εκλογική περίοδο και τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το ερώτημα για το εάν έχει φτάσει το τέλος των ιδεολογικών γραμμών παραμένει.

 

Κανείς δεν μιλάει για ολοκληρωτική απόσυρση του άξονα Αριστεράς – Δεξιάς, που εισήχθη τον 19ο αιώνα, ωστόσο μέσα από τις μετρήσεις ολοένα και λιγότεροι πολίτες δηλώνουν ταυτισμένοι με τον πολιτικό φορέα που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές. Οπως προκύπτει μάλιστα, από αναλύσεις που έγιναν στο αποτέλεσμα των εκλογών του περασμένου Ιουνίου, πάνω από τους μισούς πολίτες ηλικίας κάτω των 44 ετών δηλώνουν πως δεν αισθάνονται ιδιαίτερα κοντά με το κόμμα το οποίο ψήφισαν, ενώ τα νούμερα είναι μεγαλύτερα για τις εκλογές του Μαΐου.

 

Το φαινόμενο αυτό αποτυπώνει τη σταδιακή πτώση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ των κομμάτων, αλλά κυρίως τη μετατόπιση των πολιτών από μία ψήφο στον ιδεολογικό χώρο που τους εκφράζει προς μία ψήφο σε ένα φορέα που, έστω και περιστασιακά, εκφράζει συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, τις οποίες ασπάζονται. Δεκάδες, ετερογενή μεταξύ τους κινήματα γεννιούνται, προκειμένου να πιέσουν πολιτικές ομάδες να εκφράσουν τις ιδέες τους. Κινήματα ή ομάδες για χαμηλή φορολόγηση, για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, για μικρότερο κράτος, για κάθαρση του πολιτικού συστήματος, για τη διαγραφή του χρέους, για τα δικαιώματα των μεταναστών, αλληλεγγύης κ.ά. συνιστούν μία χαλαρά οργανωμένη προσπάθεια πολιτών με συγκεκριμένα ενδιαφέροντα, προκειμένου το πολιτικό σύστημα να υλοποιήσει τις προτάσεις τους.

 

Αν δει κανείς προσεκτικότερα τις ομάδες αυτές, θα παρατηρήσει πως αποτελούνται από ανθρώπους με κοινά χαρακτηριστικά, που θα επιβράβευαν με την ψήφο τους το πολιτικό κόμμα που θα προωθούσε εν μέρει ή ολοκληρωτικά τις προτάσεις τους. Ενα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας λοιπόν φαίνεται πως περνάει από την εποχή της ιδεολογικής ταύτισης σε μία εποχή συγκυριακής (βραχυπρόθεσμης ή μεσοπρόθεσμης) ταύτισης με χώρους που δηλώνουν πρόθυμοι να υλοποιήσουν ή να προωθήσουν συγκεκριμένες πολιτικές. Παράλληλα όμως, σε αυτό το αποϊδεολογικοποιημένο περιβάλλον, υπάρχει εύφορο έδαφος για να μπει η ιδεολογία ξανά στις ζωές μας.

 

Όμως, η πρόκληση να μπορέσει να συνομιλήσει κανείς με τα διαμορφωμένα κοινωνικά δίκτυα πολιτών και να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας με ομάδες καταρτισμένων ανθρώπων, που μπορούν μέσω των ιδεών τους να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση της κεντρικής πολιτικής, μπορεί να εξελιχθεί σε κομβική για τις εκλογικές αναμετρήσεις του μέλλοντος. Δεν είναι καινοφανές, άλλωστε, πως ομάδες νέων επιχειρηματιών, για παράδειγμα, ζητούν μέσω των οργανώσεών τους συγκεκριμένες πολιτικές για την επιχειρηματικότητα ή το ότι πολίτες με συγκεκριμένες θέσεις για τα φορολογικά ή τα εθνικά ζητήματα συντονίζονται μέσω κινημάτων, αναζητώντας στήριξη από το πολιτικό σύστημα. Το μεγάλο ερωτηματικό εδώ είναι πώς κόμματα με σκληρές δομές θα μπορέσουν να μπουν σε διάλογο με αυτούς τους ανθρώπους, και κυρίως να μιλήσουν την ίδια γλώσσα μαζί τους.
Μέχρι σήμερα, οι συναντήσεις της εκάστοτε κομματικής ηγεσίας κατέληγαν σε γενικές και αόριστες διαπιστώσεις, καθώς οι σκληρές δομές των κομμάτων αδυνατούσαν να βρουν κοινό βηματισμό και επαφή με τέτοιου είδους οργανώσεις, αλλά κυρίως να αποδεχτούν την ενδεχόμενη «αυθεντία» τους σε συγκεκριμένα θέματα.

 

Η Ελλάδα που ξαναχτίζεται από την αρχή, όμως, έχει ανάγκη από τις παραγωγικές αντιλήψεις όλων, και οι πολιτικοί οργανισμοί πρέπει, επιτέλους, να ρίξουν τα τείχη με την κοινωνία. Πρέπει να δουν ως ισότιμους συνομιλητές ανθρώπους που γνωρίζουν συγκεκριμένα αντικείμενα και επιθυμούν τη σύνθεση πολιτικών με στόχο την αύξηση της εθνικής παραγωγής ή τη διόρθωση στρεβλώσεων σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να εφεύρουμε ένα modus vivendi μαζί τους, κάνοντας τις παραγωγικότερες των ιδεών τους άξονες των πολιτικών μας.

 

* Άρθρο μου στην Καθημερινή