Ανδρέας Παπαμιμίκος

Η βία δεν έχει χρώμα

Σπασμένες βιτρίνες, ξύλο στα Πανεπιστήμια, μολότοφ έξω από τη Βουλή. Πράγματα που για χρόνια αποφεύγαμε να αντιμετωπίσουμε και σήμερα τα βλέπουμε να διογκώνονται. Μπορεί η εποχή των Αγανακτισμένων να καθιέρωσε στη συνείδηση μας νέες λογικές αποδοκιμασίας του πολιτικού συστήματος, όμως η λιτότητα, η ανέχεια και το έλλειμμα κράτους δικαίου δεν πρέπει να εδραιώσει τη βία στις κοινωνίες μας.

 

Τη σκυτάλη από τα Πανεπιστήμια στις μέρες μας δείχνουν να έχουν πάρει τα σχολεία. Νεαροί μαθητές – καθοδηγούμενοι από ακραίες αυταρχικές ομάδες αναπτύσσουν μία νέα εκδοχή bullying, βασισμένη στον ακραίο πολιτικά λόγο και όχι μόνο. Η βία όμως, δε σταματάει εδώ. Βόμβες, επεισόδια, προπηλακισμοί, ξύλο. Γεγονότα που σε άλλες κοινωνίες σοκάρουν, στην Ελλάδα έχουν γίνει συνήθεια. Έχουν ενταχθεί στην καθημερινότητα και αρκετές φορές σχεδόν επιδοκιμάζονται ή γίνονται ανεκτά και από πολιτικά κόμματα.

 

Αυτό το σημείο, είναι και το πιο επικίνδυνο. Να αποδεχθούμε τη βία ως κοινωνικό φαινόμενο και να μάθουμε να την ανεχόμαστε. Αν η αγανάκτηση είναι κατανοητή γιατί συχνά είναι αφετηρία για κινητοποίηση, η καταφυγή στη βία, οδηγεί μαθηματικά στην κοινωνική αποσύνθεση.

 

Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε το συντομότερο πως η βία δεν μπορεί να αποκτήσει την παραμικρή νομιμότητα. Δεν υπάρχει αιτιολογημένη ή μη, βία. Υπάρχουν μόνο πράξεις και διαθέσεις που εκτροχιάζουν την κοινωνία μας στο χάος και τη μισαλλοδοξία. Είναι το ίδιο επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο ένας εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου, με κάποιον που πιστεύει πως η ένοπλη πάλη θα κάνει τις ζωές μας καλύτερες και την πίστη του την κάνει πράξη.

 

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ούτε «ποιος», ούτε «γιατί» ασκείται βία. Το ζήτημα είναι η ίδια η ύπαρξη της και το γεγονός ότι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με αχρωματοψία. Η βία δεν έχει χρώμα. Είναι πάντα βία. Το πρόβλημα όμως που ανακύπτει είναι, ως πότε η κοινωνία μας θα την ανέχεται και θα αναζητεί άλλοθι για όσους καταφεύγουν σε αυτή.

 

Οφείλει όμως και το σημερινό πολιτικό σύστημα, που καλείται να διαχειριστεί τη δυσκολότερη μεταπολεμικά περίοδο της χώρας, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Είναι αδιανόητο να ζητάμε από την κοινωνία να αντισταθεί στη ρητορική των «άκρων» και την ίδια στιγμή η Βουλή των Ελλήνων να μετατρέπεται σε θεατρική σκηνή για αποκομιδή φθηνών εντυπωσιασμών. Δυστυχώς σήμερα κάποιες πολιτικές δυνάμεις δείχνουν να έχουν στοιχηματίσει στην αστάθεια και την αβεβαιότητα, που στη συνέχεια μέσω κραυγών και φθηνών ρητορικών σχημάτων πιστεύουν πως θα τους ανταμείψει εκλογικά.

 

Η κοινωνία όμως δεν χρειάζεται τίποτε από όλα αυτά. Η κοινωνία χρειάζεται μέτρο και επιστροφή στην ηθική του μέτρου. Η βία άλλωστε, δε θα κάνει καλύτερο το μέλλον κανενός μας. Ούτε τους μισθούς θα αυξήσει, ούτε θα περιορίσει η διαφθορά. Η βία μετατρέπει την κοινωνία μας σε ένα φοβισμένο σύνολο ανθρώπων. Επιτρέπει στις συμμορίες να κατευθύνουν τη ζωή μας. Επιτρέπει σε όλους αυτούς που στερούνται επιχειρημάτων να επιβάλουν τις επιλογές τους. Ποτέ δεν βγήκε κερδισμένη η πλειοψηφία από τη βία, πάντοτε οι μειοψηφίες κερδίζουν απ΄αυτήν.

 

Σήμερα λοιπόν, είναι εθνική ανάγκη να αλλάξει η στάση του πολίτη έναντι της Δημοκρατίας και των θεσμών της. Η Δημοκρατία απαιτεί συμμετοχή, κριτική και υπευθυνότητα. Ο συνειδητοποιημένος πολίτης, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

 

Η αλλαγή όμως, θέλει πολύ δουλειά για να έρθει. Θέλει παραγωγικές πολιτικές, κοινωνική λογοδοσία αλλά και πίστη στις αρχές της ανεκτικότητας και του ορθού λόγου.

 

Το Αύριο της Ελλάδας λοιπόν, δε μπορεί να έρθει όσο οι ίδιοι οι πολίτες παραμένουν εγκλωβισμένοι στη λογική της βίας, των κραυγών και της «αγανακτισμένης μούτζας». Συνεπώς, η πολυπόθητη ανάπτυξη, δε μπορεί να αφορά μόνο οικονομικά μεγέθη. Αφορά πρωτίστως την οργάνωση και τη συγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών, αν θέλουμε πραγματικά να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας με συμπεριφορές που μας χρεοκόπησαν.* Άρθρο μου στο Βήμα της Κυριακής