Η εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου αποτέλεσε, δίχως αμφισβήτηση, το τέλος της Μεταπολίτευσης. Τα παραδοσιακά κόμματα στο σύνολο τους δέχθηκαν ένα ισχυρό πλήγμα και το προαναγγελθέν τέλος ενός απαξιωμένου πολιτικού συστήματος επήλθε σε μεγάλο βαθμό. Μέσα σ’αυτό το σκηνικό, οι πολίτες δείχνουν σαστισμένοι και αναζητούν τη νέα πολιτική τους ταυτότητα καθώς η κρίση ανέδειξε την ιδεολογική σύγχυση που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία μετά το 74’.
Είναι πλέον ξεκάθαρο, πως οι Έλληνες είχαν εγκλωβιστεί σε ένα κομματικό σύστημα το οποίο έβαζε τις ιδεολογικές του αρχές κάτω από το χαλί, φροντίζοντας να αποφεύγονται οι ρήξεις προκειμένου να επιδιώκεται η εκλογική επιτυχία. Κάθε φορά, που η εκάστοτε κυβέρνηση επιχειρούσε μία μεταρρύθμιση, έπρεπε να μη δυσαρεστήσει ένα μέρος του μηχανισμού της ή του κομματικού της ακροατηρίου, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να μη προχωρά τίποτα επί δεκαετίες.
Για την περίπτωση του χώρου της Κεντροδεξιάς όμως, τα πράγματα είναι λίγο χειρότερα. Για πολλά χρόνια, υπέστη μία οδυνηρή ήττα σε επίπεδο ιδεών σε κάθε μορφή της κοινωνικής ζωής. Αριστοτεχνικά όπως αποδείχθηκε, η Αριστερά και το σύστημα εξουσίας του Ανδρέα Παπανδρέου δημιούργησαν ενοχικά σύνδρομα σε κάθε πολίτη που πίστευε πως η Ελλάδα δεν πρέπει να καταντήσει σοβιέτ και πατρίδα του βολέματος. Όποιος ήθελε να επιβιώσει πολιτικά, έπρεπε να κρύβει βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής του ταυτότητας, στρογγυλεύοντας τις θέσεις του και ζώντας υπό μία συνεχή ιδεολογική τρομοκρατία. Απέναντι σ’ αυτό το ιδεολογικό πογκρόμ, η Κεντροδεξιά αντέδρασε αμήχανα. Άφησε τους ιδεολογικούς της αντιπάλους να αλώσουν τις κοινωνικές δομές και κλείστηκε στο καβούκι της.
Βραχυπρόθεσμα η τακτική αυτή μπορεί να απέδωσε. Μεσοπρόθεσμα όμως αποδείχτηκε καταστροφική. Ο καθημερινός πολίτης που αντιλαμβανόταν πως τα πράγματα έπρεπε να κινηθούν σε διαφορετική τροχιά, έπρεπε να πνίγει τον καημό του καθημερινά αν δεν ήθελε να χαρακτηριστεί νεοφιλελεύθερος ή εθνικιστής ή συχνά και τα δυο μαζί. Ο μαθητής και ο φοιτητής που δε γούσταρε τις καταλήψεις, έπρεπε να ανεχτεί τον εξευτελισμό του κάθε φορά που άνοιγε μία Σχολή ακόμα και με κίνδυνο της σωματικής του ακεραιότητας, ενώ ο πολίτης που έβλεπε τις συντεχνίες του Δημοσίου να τον πνίγουν, «όφειλε» να σωπαίνει ή να λαδώνει. Έτσι, για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες η Αριστερά θέριζε τους καρπούς της ιδεολογικής της κυριαρχίας και ο κεντροδεξιός χώρος παρέμενε στη γωνία απολογούμενος για εγκλήματα που δεν είχε κάνει. Με την Αριστερά αλωνίζουσα λοιπόν και την Κεντροδεξιά συμπλεγματική, η Ελλάδα χρεοκόπησε. Η κοινωνική έκρηξη εκδηλώθηκε στην καθημερινότητα και ακραίες δυνάμεις ήρθαν στο προσκήνιο για να καλύψουν τα κενά που άφηνε η Πολιτεία.
Η άνοδος τους φυσικά και δεν είναι τυχαία. Ούτε είναι απόλυτα προϊόν των ημερών που βιώνουμε. Είναι απόρροια της ιδεολογικής μας ήττας. Του φόβου μας επί χρόνια να εφαρμόσουμε ριζοσπαστικές πολιτικές αλλά κυρίως του δικαιώματος που δώσαμε σε διάφορους χώρους να καπηλεύονται ιδέες, σύμβολα και αξίες. Μέσα σε λίγα χρόνια λοιπόν, ο πολιτικός μας χώρος απόλεσε από το λεξιλόγιο του λέξεις όπως πατριωτισμός, κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, πολιτισμός, νομιμότητα, γεγονός που είχε ως συνέπεια να φτάσουμε στο σημερινό κοινωνικό χάος.
Όμως ο συμβιβασμός με αυτά τα ιδεολογικά μονοπώλια, έφτασε ο καιρός να σπάσει, ώστε να συναντήσουμε ξανά τα «πιστεύω» του μέσου πολίτη με τα οποία έχουμε εδώ και καιρό πάρει διαζύγιο.
Οφείλουμε με απλά λόγια, να γυρίσουμε πίσω στις πολιτικές μας ρίζες. Να νιώσουμε και πάλι τις αγωνίες της κοινωνίας, να ακούσουμε τις αντιρρήσεις της αλλά και ταυτόχρονα να βρεθούμε δίπλα της σ’αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει. Είναι χρέος μας λοιπόν, να φέρουμε στο προσκήνιο ένα νέο πατριωτισμό προκειμένου οι Έλληνες να σηκώσουν ξανά κεφάλι. Τον πατριωτισμό της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, προκειμένου να μπορέσουν να ζουν οι Έλληνες με αξιοπρέπεια, ώσπου να περάσουν τα δύσκολα και να σταθούν και πάλι στα πόδια τους.
Αυτή την ιδέα, που εδώ και αρκετό καιρό ριζώνει στις συνειδήσεις μας, έφτασε η ώρα να την κάνουμε πράξη. Δίχως τυμπανοκρουσίες και χειροκροτήματα, πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσουμε τη δράση μας και δημιουργήσουμε δίκτυα αλληλεγγύης σε όλη την Ελλάδα. Να κάνουμε την εθελοντική προσφορά καθημερινότητα δίνοντας τη μάχη ενάντια στη μιζέρια, όλοι μαζί. Η αλληλεγγύη είναι αυτή που θα μας φέρει ξανά κοντά στους πολίτες και θα μας οδηγήσει ξανά σε γειτονιές που χάσαμε. Όχι, για να κερδίσει ο κομματικός μας φορέας, αλλά γιατί πλέον είναι ζήτημα υπευθυνότητας απέναντι στο διπλανό μας.
Χρόνος λοιπόν, δεν υπάρχει άλλος για χάσιμο. Την ώρα που ο Αντώνης Σαμαράς δίνει μάχες για να κρατήσει τη χώρα στην Ευρώπη, πρέπει εμείς να μπούμε στα χαρακώματα και να ανακαταλάβουμε τις ζωές μας. Να σπάσουμε τα κομματικά και προσωπικά μας ταμπού και να βγούμε στο πεζοδρόμιο, δίνοντας χέρι βοήθειας σε όσο το δυνατόν περισσότερους συμπατριώτες μας.
Τώρα, στα δύσκολα, είναι που πρέπει να βγούμε μπροστά.
* Άρθρο μου στο antinews.gr