Ανδρέας Παπαμιμίκος

Η ανοχή γέννησε τη βία

Δεν πάει πολύς καιρός όταν σε σχολείο της Αττικής μαθητές έλυσαν τις «ιδεολογικές» διαφορές τους με πολύ ξύλο. Είμαι σίγουρος, πως αυτά τα παιδιά θα είχαν δει μερικές δεκάδες λεπτά βίας στους δρόμους του Κέντρου της Αθήνας και σίγουρα μερικά πλάνα από σκηνές αμετροέπειας και αλαζονείας στο κοινοβούλιο. Είναι η γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον ανομίας και τώρα που η κρίση χτυπάει το χαρτζιλίκι και το μέλλον της, αντιδρά όπως βλέπει να αντιδρούν όλοι, σε μία χώρα που πρώτα κατέρρευσε αξιακά και μετά οικονομικά.

 

Τα αδιέξοδα σήμερα είναι εμφανή. Κανείς δεν έχει αναστολή και για τίποτα. Οι νέοι άνθρωποι, οι γείτονες της διπλανής πόρτας, δεν είναι εγκληματίες. Όμως κανείς δε μπορεί να αποκλείσει ό,τι αυτοί μπορεί να είναι οι αυριανοί πρωταγωνιστές των δελτίων ειδήσεων σε κάποια κατάληψη, σε κάποιο προπηλακισμό ή ακόμα και σε κάποια χειρότερη κατάσταση. Η κοινωνία είναι στο όριο της και η βία φαντάζει σε όλο και περισσότερους ως φυσιολογικό επακόλουθο. Το ίδιο όμως φάνταζε και τα χρόνια της ευημερίας. Τότε που τα φυσιολογικά ποσοστά ανεργίας υπερδιογκώνονταν από ορισμένα Μέσα αλλά και πάλι υπήρχε δικαιολογία για τα νεαρά παιδιά που έβγαιναν στο αντάρτικο πόλης, έσπαγαν τις βιτρίνες του Κέντρου ή καταλάμβαναν Σχολές για μήνες. Το παραμύθι όμως, πως για όλα φταίει η οικονομική κρίση και αυτή είναι που ωθεί στη βία, πρέπει να τελειώσει. Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία είναι χώρες με σημαντική επίσης ανεργία αλλά ουδέποτε εκεί η ριζοσπαστικοποίηση έφτασε στο ζενίθ.

 

Η βία στη χώρα μας γεννήθηκε κυρίως μέσα από την αδυναμία της Πολιτείας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, δίνοντας την ευκαιρία σε ακραίες δυνάμεις να βγουν στο προσκήνιο. Η χαραμάδα συνεπώς, που η κρατική αδιαφορία δημιούργησε για μία σειρά ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, τα Πανεπιστήμια, ο συνδικαλιστικός μαξιμαλισμός στις κινητοποιήσεις κ.α., παγίωσε πρακτικές ανομίας που σήμερα είναι δύσκολο να ξεριζωθούν ως ανεπίτρεπτες για ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό κράτος. Φθάσαμε στο σημείο μάλιστα, ακόμα και συγκεκριμένες περιοχές να θεωρούνται μέρη άβατα για τις Αρχές και αυτό να παρουσιάζεται ως «τοπική ιδιαιτερότητα», χωρίς κανένας να αντιδρά.

 

Δε χωράει καμία αμφιβολία. Είναι επικίνδυνο η βία να εξαπλώνεται καθημερινά πάνω στα ερείπια του πολιτικού συστήματος. Όμως είναι περισσότερο επικίνδυνη, η ανοχή της υπόλοιπης κοινωνίας και η ανεκτικότητα ορισμένων πολιτικών κομμάτων. Λογική εξήγηση δεν υπάρχει, όταν οι «μούντζες» έξω από το κοινοβούλιο συγκρίνονται με πράξεις αντίστασης και ελληνικές οικογένειες πληρώνουν φόρο αίματος επειδή, για κάποιους, το δικαίωμα στην εργασία δεν είναι σεβαστό. Από την εποχή λοιπόν, που η ελληνική Πολιτεία αποδέχθηκε πως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», έθεσε ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας. Πρώτα ήταν οι καταλήψεις στην Ακρόπολη και τα λιμάνια, μετά οι μούντζες στο Κοινοβούλιο, οι αναποδογυρισμένοι πάγκοι στη Ραφήνα και αύριο ποιος ξέρει τι. Όλα όμως, είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Βία στην οποία δείξαμε ανοχή και δειλία να αντιμετωπίσουμε, όταν έπρεπε. Ίδιες πτυχές αυταρχικών λογικών, που όταν χαλαρώνουν οι δημοκρατικές συνισταμένες, εμφανίζουν το πραγματικό τους πρόσωπο.

 

Όμως οι Έλληνες δεν ασπάστηκαν ιστορικά, ποτέ τα άκρα. Έδωσαν μάχες για την Ελευθερία και ενέπνευσαν με τους αγώνες τους. Ναι, η τσέπη σήμερα είναι προσωρινά άδεια, αλλά οι αξίες της ανεκτικότητας και του ορθού λόγου δεν έχουν χρεοκοπήσει. Ας θυμηθούμε το μέτρο που δίδασκαν οι Αρχαίοι και ας δουλέψουμε για μία νέα κοινωνική κουλτούρα. Μία κουλτούρα που δε θα ανέχεται τη βία, θα χτίσει ξανά ισχυρούς θεσμούς και θα απαλλάξει το πολιτικό σύστημα από ανθρώπους που θεωρούν το Κοινοβούλιο ως πεδίο συγκομιδής φθηνών εντυπώσεων. Ο Πολιτισμός και η Δημοκρατία άλλωστε, είναι λέξεις ελληνικές.* Άρθρο μου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία